καταστρεβλώ

καταστρεβλώ
καταστρεβλῶ, -όω (Α)
προσπαθώ να βγάλω τα μέλη τού σώματος κάποιου από τη φυσική τους θέση στρέφοντάς τα βιαίως, υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο τής στρέβλωσης, βασανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”